- ὀλιγαρκία
- ὀλῐγ-αρκία, ἡ,A contentment with little, Suid.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀλιγαρκία — ὀλιγαρκίᾱ , ὀλιγαρκία contentment with little fem nom/voc/acc dual ὀλιγαρκίᾱ , ὀλιγαρκία contentment with little fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγαρκίᾳ — ὀλιγαρκίᾱͅ , ὀλιγαρκία contentment with little fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολιγαρκία — ὀλιγαρκία, ἡ (Α) βλ. ολιγάρκεια … Dictionary of Greek
ὀλιγαρκίας — ὀλιγαρκίᾱς , ὀλιγαρκία contentment with little fem acc pl ὀλιγαρκίᾱς , ὀλιγαρκία contentment with little fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολιγάρκεια — η (ΑΜ ὀλιγάρκεια, Α και ὀλιγαρκία) [ολιγαρκής] η ιδιότητα τού ολιγαρκούς, η ικανοποίηση με τα λίγα, το να αρκείται κανείς σε λίγα … Dictionary of Greek
ՍԱԿԱՒԱՊԻՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0686 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 10c գ. ՍԱԿԱՒԱՊԻՏՈՒԹԻՒՆ ὁλιγαρκία, ὁλιγάρκεια , ὁλιγοδεία, εὑτέλεια animus paucis contentus, frugalis. գրի եւ ՍԱԿԱՒԱՊԷՏՈՒԹԻՒՆ. Սակաւուք շատանալն. չափաւորութիւն, պարկեշտութիւն կերակրոց եւ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)